- πούθε
- Ν(τοπ. επίρρ.)1. από ποιο μέρος, από πού («πούθε ήρθες;»)2. φρ. «πούθε βαστάει η σκούφια του» — από πού κατάγεται, τί είδους άνθρωπος είναι.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πόθεν, με επίδραση τού ερωτηματικού ποῦ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πούθε — επίρρ. τοπ. ερωτ., από πού, από ποιο μέρος: Ξένε μου, πούθε έρχεσαι, ξένε μου πού πηγαίνεις; (δημ. τραγ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πουθενά — Ν (τοπ. επίρρ.) σε κανένα μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούθε (< πόθεν) κατά τα εδω νά, εκει νά. Κατ άλλη άποψη, ο τ. πουθενά προήλθε (με καταβιβασμό τού τόνου κατά τα εδω νά, εκει νά) από έναν τ. πουθενά, ο οποίος έχει σχηματισθεί από το παλαιό… … Dictionary of Greek
κρατώ — και κρατάω κράτησα, κρατήθηκα, κρατημένος 1. βαστάζω, πιάνω κάτι. 2. αντέχω, βαστώ. 3. κατάγομαι: Δεν ξέρουμε πούθε κρατάει η σκούφια του. 4. κατακρατώ: Μου κρατήσανε ένα μισθό. 5. εμποδίζω, συγκρατώ: Μη μας κρατάς, γιατί βιαζόμαστε. 6. κατέχω,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)